συμβιώνω

From LSJ
Revision as of 14:27, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source

Greek Monolingual

συμβιῶ, -όω, ΝΜΑ
(για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ.
γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν », Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για συζύγους) συζώ
2. μτφ. συνυπάρχω («ἀγαθῇ γ', οὐχ ὁρᾱς; τύχῃ συμβεβιωκώς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βιώνω (< βίος)].