Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηδεμόνας

From LSJ
Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ο, η (Α κηδεμών, -όνος, ό)
αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.)
αρχ.
(γενικά)
1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο προστάτης (α. «χθὲς οὖν ὁ Κλέων ὁ κηδεμών ἡμῖν ἐφεῑτ' ἐν ᾧρα», Αριστοφ. β. «τᾱσθε φυγᾱς Ἀερίας ἀπὸ γᾱς εἴ τις ἐστὶ κηδεμών», Αισχύλ.)
2. αυτός που επιμελείται την κηδεία τών νεκρών («κηδεμόνες δὲ παρ' αὖθι μένον καί νήεον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
3. συγγενής εξ αγχιστείας ή εξ επιγαμίας, κηδεστής («ὦ κακόνυμφε κηδεμών τυράννων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηδε-μών < θ. κηδε- (του κήδ-ομαι, πρβλ. παρακμ. κέ-κηδ-α) + επίθημα -μών (πρβλ. αγρε-μών, ηγε-μών)].