ἀγωγαῖος

From LSJ
Revision as of 12:52, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγωγαῖος Medium diacritics: ἀγωγαῖος Low diacritics: αγωγαίος Capitals: ΑΓΩΓΑΙΟΣ
Transliteration A: agōgaîos Transliteration B: agōgaios Transliteration C: agogaios Beta Code: a)gwgai=os

English (LSJ)

ον, (ἀγωγή) A fit for leading by, of a dog's collar or leash, AP6.35 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωγαῖος: -ον, (ἀγωγή) ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἄγῃ τις δι’ αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à conduire, à mener en laisse.
Étymologie: ἀγωγή.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 bueno para llevar, guiar κυνάγχη AP 6.35 (Leon.), cf. Sud.
2 subst. τὰ ἀγωγαῖα sent. dud., prob. ritos de ingreso en una fratría SEG 19.580A.4 (Quíos IV/III a.C.).

Greek Monotonic

ἀγωγαῖος: -ον, κατάλληλος για οδήγηση ή καθοδήγηση, λέγεται για το περιλαίμιο σκύλου ή για τον ιμάντα, σε Ανθ.

Greek Monolingual

ἀγωγαῖος, -ον (Α) ἀγωγή
ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο.

Russian (Dvoretsky)

ἀγωγαῖος: служащий для вождения (κυνάγχη Anth.).

Middle Liddell


fit for leading by, of a dog's leash, Anth.