Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερεύθω

From LSJ
Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monolingual

ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].