στεπτήριος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ον, A of or for crowning, τὰ σ.,= στέμματα, Hsch.: Στεπτήριον, τό, a festival at Delphi, Plu.2.293c.
German (Pape)
[Seite 936] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. σεπτήριος.
Greek (Liddell-Scott)
στεπτήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη
2. αυτός που αρμόζει σε στέψη
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον
γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση της επανόδου του Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο του Πύθωνος
4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήρια
στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπ-τήριος)].