προδιευκρινέω
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
A make clear beforehand, Hermog.Id.1.4:—Pass., Plb.6.11.1, S.E.P.2.68 (v.l. προδιακρίνεδσθαι), prob.in Herm.in Phdr.p.63A.
German (Pape)
[Seite 716] vorher genau prüfen, conj. bei S. Emp. pyrrh. 2, 69.
Greek (Liddell-Scott)
προδιευκρῐνέω: ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Πολυβ. Βατ. Ἐκλογ. ἴδε προδιακρίνω.
Russian (Dvoretsky)
προδιευκρῐνέω: ранее тщательно исследовать Polyb.