συρράσσω

From LSJ
Revision as of 12:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρράσσω Medium diacritics: συρράσσω Low diacritics: συρράσσω Capitals: ΣΥΡΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syrrássō Transliteration B: syrrassō Transliteration C: syrrasso Beta Code: surra/ssw

English (LSJ)

Att. συρράττω, A dash together, fight with, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.

Greek (Liddell-Scott)

συρράσσω: Ἀττ. -ττω, = συρρήγνυμι ΙΙ, (πρβλ. σύρραγμα), συγκρούομαι, μάχομαι πρός τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, αὐτόθι 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, αὐτόθι 17. 97.

French (Bailly abrégé)

en venir aux mains, se heurter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ῥάσσω.

Greek Monolingual

και συρρήσσω και αττ. τ. συρράττω Α
1. συγκρούομαι, συμπλέκομαι με κάποιον
2. (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ῥάσσω / ῥήσσω «χτυπώ»].

Greek Monotonic

συρράσσω: Αττ. -ττω = συρρήγνυμι II, συγκρούομαι, εμπλέκομαι σε μάχη με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συρράσσω: атт. συρράττω сталкиваться, сшибаться (τινί Thuc., Xen.): σ. εἰς τὴν μάχην Diod. вступать в бой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρράσσω, Att. ook συρράττω [σύν, ῥάσσω] aor. συνέρραξα; fut. ξυρράξω Thuc. 8.96.2, (op elkaar) botsen, slaags raken (met); met dat.: τοῖς Θηβαίοις met de Thebanen Xen. Hell. 4.3.19.