παραβλύζω

From LSJ
Revision as of 12:05, 5 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλύζω Medium diacritics: παραβλύζω Low diacritics: παραβλύζω Capitals: ΠΑΡΑΒΛΥΖΩ
Transliteration A: parablýzō Transliteration B: parablyzō Transliteration C: paravlyzo Beta Code: parablu/zw

English (LSJ)

A spurt out, disgorge, παραβλύζω τὸ περιττὸν [τοῦ οἴνου] Anon. ap. Suid.: c. gen. partit., παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Philostr.Im.1.22; κραιπάλης Eun.VSp.462 B.

German (Pape)

[Seite 472] daneben hervorsprudeln lassen, ausspeien, Philostr., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλύζω: μέλλ. -ύσω, ἀποπτύω, ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, εἶτα ὕπνου μέτοχος γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· μετὰ γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. ἀποβλύζω.

Greek Monolingual

Α
αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»].