πεντέπους
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος, A of five feet, five feet long, IG 12.372.128, al., 22.1668.44, Pl. Tht.147d :—later πεντάπους, Milet. 7.57 (Didyma, iii/ii B. C.) ; ἄγαλμα Arr. Peripl.M.Eux.3; πεντάπους τὸ ὄρυγμα, = carrecta, Gloss.
German (Pape)
[Seite 558] ὁ, ἡ, = πεντάπους, Plat. Theaet. 147 d u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πεντέπους: ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μῆκος ἢ ἔκτασιν πέντε ποδῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 147D, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 77· μεταγεν. πεντάπους Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. πόντου σ. 2.
Greek Monolingual
-ουν, Α
(αττ. τ.) βλ. πεντάπους.
Russian (Dvoretsky)
πεντέπους: 2, gen. ποδος пятифутовый Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντέπους -ουν, gen. -ποδος [πέντε, πούς] van vijf voet.