ἐσχατεύω
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
A to be at the end, τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων the parts farthest off, i.e. the branches, Thphr. CP5.1.3, cf. Plu.2.366b; -εύοντες τόποι Arist.Cael.298a14; to be at the extremity, τῆς Ἀρκαδίας Plb.4.77.8. II to be the lowest or meanest, τῶν διδασκόντων Phld.Rh.2.54S.
German (Pape)
[Seite 1045] dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰτεύω: τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων, τὰ ἄκρα αὐτῶν, δηλ. οἱ κλῶνες, οἱ πτόρθοι ἢ ἀκρεμόνες, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 366Β· εἶμαι εἰς τὸ ἔσχατον μέρος τόπου τινός, εἰς τὴν ἄκραν, ἐσχατεύουσα (ἡ Τριφυλία) τῆς Ἀρκαδίας ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις, Πολύβ. 4. 77, 8.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
être à l’extrémité.
Étymologie: ἔσχατος.
Greek Monolingual
ἐσχατεύω (Α) έσχατος
1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)
2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.)
3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)
4. φρ. «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχᾰτεύω: (только part.) находиться с краю (χώρα ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας Polyb.; ἐσχατεύοντες τόποι Arst.): ὅταν πλεονάσας ὁ Νεῖλος πλησιάσῃ τοῖς ἐσχατεύουσι Plut. когда вздувшийся Нил приблизится к окраинам (Египта).