ἐμπολαῖος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολαῖος Medium diacritics: ἐμπολαῖος Low diacritics: εμπολαίος Capitals: ΕΜΠΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: empolaîos Transliteration B: empolaios Transliteration C: empolaios Beta Code: e)mpolai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or concerned in traffic, epithet of Hermes as god of commerce, etc., Ar.Ach.816, Pl.1155, Corn.ND16.

German (Pape)

[Seite 816] zum Handel gehörig; so heißt Hermes als Schutzgott des Handels, Ar. Plut. 1155 Ach. 816 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἐνδιαφερόμενος εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τοῦ ἐμπορίου, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 816, Πλοῦτ. 1155, πρβλ. ἀγοραῖος, κερδῷος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui préside au commerce.
Étymologie: ἐμπολή.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ comerciante, BGU 2644.1 (I a.C.)
ὁ Ἐ. Empoleo epít. de Hermes como dios del comercio, Ar.Ach.816, Pl.1155, SEG 30.908 (Olbia V a.C.), Corn.ND 16, cf. Plu.2.777d, Poll.7.15, Hsch.

Greek Monolingual

ἐμπολαῖος, -α, -ον (AM)
(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῑε», Αριστοφ.
β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῖος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.).

Greek Monotonic

ἐμπολαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει σχέση με το εμπόριο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολαῖος: торговый, покровительствующий торговле (эпитет Гермеса) Arph., Plut.

Middle Liddell

ἐμπολαῖος, η, ον adj
concerned in traffic, Ar. [from ἐμπολάω