Τιρύνθιος

From LSJ
Revision as of 16:26, 22 June 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Tirynthe ; ἡ Τιρυνθίη χώρη HDT le territoire de Tirynthe ; οἱ Τιρύνθιοι HDT les Tirynthiens.
Étymologie: Τίρυνς.

English (Slater)

Τῑρύνθιος
   1 Tirynthian πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες ὑπερφίαλοι (O. 10.31) pro subs., Τλαπολέμῳ Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ (O. 7.78) (Τελαμών), τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε (sc. Ἡρακλέης) σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον (I. 6.28)

Russian (Dvoretsky)

Τῑρύνθιος: II ὁ тиринфянин Pind., Her.
тиринфский Pind., Her., Soph., Eur.