χαρτόσημο

From LSJ
Revision as of 05:57, 28 June 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ένσημο ή επίσημα πάνω σε διάφορα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα
2. φρ. «τέλοςτέλη ή φόρος] χαρτοσήμου» — είδος έμμεσου φόρου που επιβάλλεται κατά την κατάρτιση αποδεικτικών ή συστατικών δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων και του οποίου η είσπραξη γίνεται με επικόλληση ενσήμου ή με τη σύνταξη του αντίστοιχου εγγράφου σε ειδικό φύλλο χαρτιού με επισήμανση τέλους, που εκδίδει το υπουργείο Οικονομικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + σήμα. Αρχική σημ. της λ. πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «χάρτης σεσημασμένος». Η λ., στον λόγιο τ. χαρτόσημον, μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].