βουλεῖον
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
τό, A = βουλευτήριον, SIG1011 (Chalcedon), 614.34 (Delph., ii B. C.), Ps.-Hdt.Vit.Hom.12.
German (Pape)
[Seite 457] τό, Versammlungsort des Rathes, Her. V. Hom. 12; Th. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
βουλεῖον: τό, τὸ δικαστήριον, Βίος Ὁμ. 12. ΙΙ. τὸ βουλευτήριον, ἐν τῷ τύπῳ βουλῆον, Συλλ. Ἐπιγρ. 5878.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): arcad. βωλήιον SEG 37.340.21 (Mantinea IV a.C.)
sala del Consejo, lugar de reunión de la, βουλή SEG l.c., Ps.Hdt.Vit.Hom.12, IKalchedon 10.17 (III/II a.C.), FD 3.383.34 (II a.C.), SEG 23.207.19 (Mesenia I d.C.), Hsch.
Greek Monolingual
βουλεῑον και βουλῆον, το (Α) βουλεύω
1. δικαστήριο
2. βουλευτήριο.
Russian (Dvoretsky)
βουλεῖον: τό зал совещания Plut.