ἀληθοσύνη
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀλήθεια, Thgn.1226.
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, Wahrheit, Theogn. 1224.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθοσύνη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀλήθεια, Θέογν. 1226.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
veracidad, verdad Thgn.1226.
Greek Monolingual
η (Α ἀληθοσύνη)
η αλήθεια, η φιλαλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. αλήθεια].
Greek Monotonic
ἀληθοσύνη: ἡ, ποιητ. αντί ἀλήθεια, σε Θέογν.
Middle Liddell
[poetic for ἀλήθεια, Theogn.]