ἁμαξηγός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, A = Βοώτης, Eust.1535.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξηγός: ὁ, = ἁμαξηλάτης, Εὐστάθ. 1535.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ conductor del carro de la estrella Arturo, Eust.1535.30.
Greek Monolingual
ἁμαξηγός, ο (Μ)
οδηγός άμαξας, ηνίοχος, αμαξηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -αγός < ἄγω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-ηγός) του β΄ συνθετικού].