ἐγρηγόρσιος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A keeping awake, Pherecr.208.
German (Pape)
[Seite 712] munter, wach erhaltend, E. M. 312, 19 aus Pherecr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρηγόρσιος: -ον, «ἐγρηγόρσιον, τὸ ποιοῦν ἐγρηγορέναι εἴτε βρῶμα εἴτε ἄλλο τι τοιοῦτον. Φερεκράτης ἐγρηγόρσιον, τουτέστι παυσινύσταλον» Ἐτυμ. Μ. 312. 18 (Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 9).
Spanish (DGE)
-ον
que despierta, que espabila de la borrachera, Pherecr.237.