μικρώνυμος

From LSJ
Revision as of 18:07, 22 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρώνῠμος Medium diacritics: μικρώνυμος Low diacritics: μικρώνυμος Capitals: ΜΙΚΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: mikrṓnymos Transliteration B: mikrōnymos Transliteration C: mikronymos Beta Code: mikrw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα) in Comp., A named by a smaller number, πολύγωνος Iamb. in Nic.p.71 P.

German (Pape)

[Seite 185] mit kleinem Namen, Iambl. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων μικρὸν ὄνομα, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100.

Greek Monolingual

μικρώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή ονομασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. χ. του ὄνομα), πρβλ. μεγαλ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].