γλίτσα

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

και γλίντζα, γλίτζα, η
1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα
2. λεκές από λίπος
3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά
4. «γλίτσα της πέτρας» — το φυτό ροκέλλη η φύκοψις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. σαλαγώ -τσαλαγώ, γλώσσα -γλώτσα). Για την τροπή κν- > γλ- πρβλ. διαλεκτ. γλισάρι < κνισάρι. Κατ' άλλους η λ. γλίτσα < (βουλγ.) glinza, ενώ άλλοι τή συνδέουν με τη γλίνα].