αχήν
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
Greek Monolingual
ἀχήν (-ῆνος), ο, η (Α)
φτωχός, ενδεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής (-ήν / -ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν συνδέθηκε με τα διαφορετικής μεταπτωτικής βαθμίδας ῑχανώ («επιζητώ κάτι με πόθο»), ἶχαρ (και ἴχαρ) «σφοδρή επιθυμία» (πρβλ. αβεστ. āzi «απληστία, επιθυμία, πόθος»: αρχ. ινδ. ihate «επιθυμώ, ποθώ», αβεστ. izyeiti «επιδιώκω, ποθώ»). Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, υποστηρίζεται η ερμηνεία του -ᾱχήν < α-εχεσ-νο (< α- στερ. + έχω + επίθημα -νο), με συναίρεση των ᾰ + ε > ᾱ].