γραφολόγος

From LSJ
Revision as of 08:34, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει ειδικευθεί στην, ή ασχολείται με τη, γραφολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο της Ελληνικής
πρβλ. αγγλ. graphologist < graphology (πρβλ. γραφολογία). Η λ. γραφολόγοι πληθ. μαρτυρείται το 1886 από τον Ξενοφάνη στο περιοδικό Εστία].