γραφολόγος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Greek Monolingual
ο
αυτός που έχει ειδικευθεί στην, ή ασχολείται με τη, γραφολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο της Ελληνικής
πρβλ. αγγλ. graphologist < graphology (πρβλ. γραφολογία). Η λ. γραφολόγοι πληθ. μαρτυρείται το 1886 από τον Ξενοφάνη στο περιοδικό Εστία].