ενορχήστρωση
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
Greek Monolingual
η
1. η κατανομή τών φθόγγων μιας μουσικής σύνθεσης στα, όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν
2. ο αρμονικός συνδυασμός τών διαφόρων μερών της ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestration, instrumentation). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].