δυόσμος

From LSJ
Revision as of 08:42, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

η ονομασία της αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού -η- (πρβλ. ηγούμενος-γούμενος, ημερώνω-μερώνω, υβρίζω-βρίζω.