επισκεπτήριο
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
Greek Monolingual
το
1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που το δίνει ή το στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις σε στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτ-ομαι + επίθημα -τήριον (πρβλ. εργασ-τήριον, σπουδασ-τήριον). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στην εφημερίδα Αμάλθεια Σμύρνης].