εσνάφι
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών
2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί του εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι —γραφόμενος και ως συνάφι— που προήλθε με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος ε- (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ) και ανάπτυξη του φωνήεντος / i / ( σνάφι > σινάφι) —πιθ. με παρετυμολογική επίδραση του συναφής ή άλλων συνθέτων του συν-, οπότε θα εδικαιολογείτο και η γραφή συνάφι].