ερέθω
Greek Monolingual
ἐρέθω (Α)
(παλ. ποιητ. τύπος του ερεθίζω)
1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» — μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.)
2. εγείρω, αυξάνω
3. εξερευνώ, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ. όρνυμι) και συνδέεται με τα ρ. όρνυμι, οροθύνω, καθώς επίσης και με τις γλώσσες έρετο
ωρμήθη, έρσεο
διεγείρω, έρση
ορμήση, στις οποίες μαρτυρείται το αρχικό ε- της λέξεως. Το μόρφημα -θω ή -έθω που εμφανίζει ο τ. ερ-έ-θω είναι το ίδιο μ’ εκείνο του θαλ-έ-θω (ποιητ. τ. του θάλλω) και του φλεγ-έ-θω (παράλληλος τ. του φλέγω). Το ρ. ερεθίζω που μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο αποτελεί παρεκτεταμένη τ. του ερέθω].