ευήκοος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐήκοος, -ον
Α και εὐάκοος, -ον)
αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς»)
αρχ.-μσν.
1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά
2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐήκοον
α) η καλή κατάσταση της ακοής
β) η ευμένεια με την οποία ο θεός εισακούει τις προσευχές
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση ή προδιάθεση για κάτιεὐήκοος πρὸς μεταβολήν»)
2. εκείνος που ακούγεται καθαρά
3. ευχάριστος στην ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακούω. Το -η- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. επ-ήκοος, υπ-ήκοος)].