ευδιάθετος
From LSJ
ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάθετος, -ον)
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, εύθυμος
νεοελλ.
ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο πρόθυμος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδιάθετον
η καλή διάθεση, η προθυμία
αρχ.
1. ο τακτοποιημένος καλά
2. (σε αντίθεση με το δυσδιάθετος) αυτός που μπορεί να διατεθεί εύκολα.
επίρρ...
ευδιάθετα (ΑΜ εὐδιαθέτως)
με καλή ψυχική διάθεση
μσν.-αρχ.
τακτοποιημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διά-θετος (< διατίθημι), πρβλ. α-διάθετος, δυσ-διάθετος].