εύβουλος

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔβουλος, -ον)
αυτός που σκέφτεται σωστά, ο συνετός, ο φρόνιμοςσοφός τε καὶ εὔβουλος», Ηρόδ.)
αρχ.
επίθ. του Πλούτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος, σύμ-βουλος].