εὐρύφωνος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ον, A gloss on Τηλεβόαι, Id.1396.3.
German (Pape)
[Seite 1096] mit breiter, voller Aussprache, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύφωνος: -ον, ὁ εὐρέως, μεγάλως ἠχῶν, Εὐστ. 1396. 3.
Greek Monolingual
εὐρύφωνος, -ον (Μ)
αυτός που ηχεί δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, εύ-φωνος].