ζυγάδην
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (ζυγόν) A jointly, in pairs, Ph.1.237, al., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1140] zusammengejocht, paarweis, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγάδην: ᾰ, ἐπίρρ., (ζυγὸν) συνεζευγμένως, κατὰ ζεύγη, Φίλων 1. 237, Φώτ.
Greek Monolingual
ζυγάδην (Α)
επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. -άδην, πρβλ. δρομ-άδην, τροχ-άδην].