ηβαιός
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek Monolingual
ἠβαιός, -ά, -όν (Α)
(ιων. τ. του βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ)
1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί» — δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν
καθόλου («οὐδ' ἠβαιόν», Ομ. Οδ.)
3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» — σε μικρή απόσταση από τη σπηλιά (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηβαιός απαντά στην Ιλιάδα πάντα με άρνηση ουδ' (πρβλ. ουδ' ηβαιόν) και σε τέλος στίχου. Σπάνια χωρίς άρνηση στην Οδύσσεια (ι 462). Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λανθασμένη τμήση τών λέξεων της φράσης ου δη βαιόν].