ἠβαιός
English (LSJ)
ά, όν, lon. (Cypr. acc. to AB1095) for βαιός,
A small, usually with neg. οὐδέ, οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί no sense is in him, no not the least, Il.14.141, cf. Od.21.288; οὔ οἱ ἔνι τρίχες, οὐδ' ἠβαιαί no not even a few, 18.355; also ἠβαιὴν οὔτι κατὰ πρόφασιν Call.Fr.540: rarely without neg., [πηλαμύδες] καὶ ἠβαιαί περ ἐοῦσαι Opp.H.4.514.
II often in neut. as adverb, οὐδ' ἠβαιόν not in the least, not at all, Il.2.380, Od.3.14, etc., cf. Phylarch.(?)84J.: rarely without a neg., ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους a little from the cave, Od.9.462.
German (Pape)
[Seite 1148] ion. = βαιός (denn mit ἥβη ist es schwerlich verwandt), gering, klein; Hom. gew. mit οὐδέ, z. B. οὔ οἱ ἔνι φρένες οὐδ' ἠβαιαί, kein Verstand ist in ihm, auch nicht geringer, d. i. auch gar Nichts, Il. 14, 141; Od. 21, 288; οὔ οἱ ἔνι τρίχες οὐδ' ἠβαιαί 18, 354; das neutr. adverbial, οὐδ' ἠβαιόν, auch nicht ein wenig, auch nicht im Geringsten, Il. 2, 380. 386. 13, 106. 702. 20, 361 Od. 3, 14; so sp. D., wie Phylarch. bei Ath. XIV, 639 d; Ap. Rh. 2, 635. Selten ohne Negation, ἐλθόντες δ' ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους, ein wenig von der Höhle, Od. 9, 462; πηλαμύδες – καὶ ἠβαιαί περ ἐοῦσαι Opp. Hal. 4, 514.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
petit, peu nombreux : οὔ οἱ ἔνι φρένες οὐδ' ἠβαιαί IL il n'y a en lui aucune intelligence, pas même la plus faible ; adv. • οὐδ' ἠβαιόν IL pas même un peu, pas du tout ; qqf sans nég. un peu.
Étymologie: cf. βαιός.
Greek (Liddell-Scott)
ἠβαιός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ βαιός, μικρός, ὀλίγος, κυρίως μετὰ τοῦ ἀρνητικοῦ οὐδέ˙ οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ’ ἠβαιαί, δὲν ἔχει νοῦν, οὐδὲ ὀλίγον, Ἰλ. Ξ. 141, Ὀδ. Φ. 288˙ οὕ οἱ ἔνι τρίχες, οὐδ’ ἠβαιαί, δὲν ἔχει τρίχας οὐδὲ ὀλίγας, Σ. 355˙ ὡσαύτως, ἠβαιὴν οὔτι κατὰ πρόφασιν Καλλ. Ἀποσπ. 464˙ σπανίως ἄνευ ἀρνήσ., πηλαμύδες... ἠβαιαί περ ἐοῦσαι Ὀπ. Ἁλ. 4. 514. ΙΙ. συχνὸν ἐν τῷ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., οὐδ’ ἠβαιόν, οὐδόλως, οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον, Λατ. ne tantillum quidem, Ὀδ. Γ. 14, Ἰλ. Β. 380, 386, κτλ.˙ σπανίως ἄνευ αὐξήσεως, ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους, εἰς μικρὰν ἀπὸ τοῦ σπηλαίου ἀπόστασιν, Ὀδ. Ι. 462.
English (Autenrieth)
(Att. βαιός): little, slight, usually w. neg., οὐδ' οἱ ἔνι φρένες, οὐδ ἠβαιαί, ‘not the least,’ Il. 14.141, Od. 21.288, Od. 18.355.—Adv., ἠβαιόν, a little, Od. 9.462, elsewhere w. neg.
Greek Monolingual
ἠβαιός, -ά, -όν (Α)
(ιων. τ. του βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ)
1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί» — δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν
καθόλου («οὐδ' ἠβαιόν», Ομ. Οδ.)
3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» — σε μικρή απόσταση από τη σπηλιά (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηβαιός απαντά στην Ιλιάδα πάντα με άρνηση ουδ' (πρβλ. ουδ' ηβαιόν) και σε τέλος στίχου. Σπάνια χωρίς άρνηση στην Οδύσσεια (ι 462). Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λανθασμένη τμήση τών λέξεων της φράσης ου δη βαιόν].
Greek Monotonic
ἠβαιός: -ά, -όν, Ιων. αντί βαιός, μικρός, φτωχός, ολίγος, ανεπαρκής, ισχνός, κυρίως μετά το αρνητ. οὐδέ· οὒ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί, δεν υπάρχει μέσα του καθόλου μυαλό, ούτε το ελάχιστο, σε Όμηρ.· οὒ οἱ ἔνι τρίχες, οὐδ' ἠβαιαί, δεν έχει τρίχες ούτε στο ελάχιστο, σε Ομήρ. Οδ.· συχνά στο ουδ. ως επίρρ., οὐδ' ἠβαιόν, καθόλου, ουδόλως, Λατ. ne tantillum quidem, σε Όμηρ.· σπανίως χωρίς αύξηση, ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους, σε μικρή απόσταση από τη σπηλιά, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: little, small, in the Il. only with the negation οὑδ' ἠβαιόν not even a little (5 times), οὑδ' ἠβαιαί (Ξ 141), later also without negation (ι 462, Opp.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Acc. to Leumann Hom. Wörter 50 (thus already Fick 1, 397; s. Bq) arisen through false word division from οὑ δη βαιόν (perhaps οὑδε βαιόν). A prefix ἠ- (Brugmann Grundr.2 2, 2, 817, Prellwitz Glotta 19, 126; s. also Winter Prothet. Vokal 47) is improbable. Wrong Güntert Reimwortbildungen 135ff. (to ἥβη).
Middle Liddell
ἠβαιός, ή, όν [ionic for βαιός,]
little, small, poor, slight, with negat. οὐδέ, οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί no sense is in him, no not the least, Hom.; οὔ οἱ ἔνι τρίχες, οὐδ' ἠβαιαί no not even a few, Od.:—neut. as adv., οὐδ' ἠβαιόν not in the least, not at all, Lat. ne tantillum quidem, Hom.; rarely without a negat., ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους a little from the cave, Od.
Frisk Etymology German
ἠβαιός: {ēbaiós}
Meaning: wenig, klein, in d. Il. nur mit Negation οὐδ’ ἠβαιόν nicht einmal ein wenig (5 mal), οὐδ’ ἠβαιαί (Ξ 141), später auch ohne Negation (ι 462, Opp.).
Etymology: Nach einer ansprechenden Vermutung von Leumann Hom. Wörter 50 (ähnlich schon Fick 1, 397 u. A.; s. Bq) durch falsche Worttrennung aus οὐ δὴ βαιόν (allenfalls οὐδὲ βαιόν) entstanden. Die Annahme eines Präfixes ἠ- (Brugmann Grundr.2 2, 2, 817, Prellwitz Glotta 19, 126; vgl. auch Winter Prothet. Vokal 47) hat wenig für sich. Abzulehnen Güntert Reimwortbildungen 135ff. (zu ἥβη).
Page 1,619-620