ηβαιός

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

ἠβαιός, -ά, -όν (Α)
(ιων. τ. του βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ)
1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ' ἠβαιαί» — δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν
καθόλου («οὐδ' ἠβαιόν», Ομ. Οδ.)
3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» — σε μικρή απόσταση από τη σπηλιά (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηβαιός απαντά στην Ιλιάδα πάντα με άρνηση ουδ' (πρβλ. ουδ' ηβαιόν) και σε τέλος στίχου. Σπάνια χωρίς άρνηση στην Οδύσσεια (ι 462). Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λανθασμένη τμήση τών λέξεων της φράσης ου δη βαιόν].