ζυγοκρούστης

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγοκρούστης Medium diacritics: ζυγοκρούστης Low diacritics: ζυγοκρούστης Capitals: ΖΥΓΟΚΡΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: zygokroústēs Transliteration B: zygokroustēs Transliteration C: zygokroystis Beta Code: zugokrou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who uses a false balance, Artem.4.57.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, der mit der Wage betrügt, Artemid. 4, 59.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοκρούστης: ὁ, ὁ ἀπατῶν εἰς τὸ ζύγι, Ἀρτεμιδ. 4. 59.

Greek Monolingual

ζυγοκρούστης, ὁ (Α)
αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση του ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο-κρούστης, τυμπανο-κρούστης].