θερμοχύτης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A vessel for hot drinks, AP9.587 tit.
German (Pape)
[Seite 1202] ὁ, Gefäß, aus dem warme Getränke gegossen werden, Lemma Anth. IX, 587.
Greek (Liddell-Scott)
θερμοχύτης: -ου, ὁ, ἀγγεῖον διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.).
Greek Monolingual
θερμοχύτης, ὁ (Α)
δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o)- + -χύτης (< χέω), πρβλ. επι-χύτης, νερο-χύτης.
Russian (Dvoretsky)
θερμοχύτης: ου ὁ сосуд для горячих напитков Anth.