θυρσοφόρος

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοφόρος Medium diacritics: θυρσοφόρος Low diacritics: θυρσοφόρος Capitals: ΘΥΡΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thyrsophóros Transliteration B: thyrsophoros Transliteration C: thyrsoforos Beta Code: qursofo/ros

English (LSJ)

ον, A thyrsus-bearing, Βάκχαι E.Cyc.64 (lyr.), cf.AP9.524.9.

German (Pape)

[Seite 1228] den Thyrsus tragend; Βάκχαι Eur. Cycl. 64; Dionysus Anth. (IX, 524, 8); Orph. H. 43, 3.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων θύρσον, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 64, Ἀνθ. Π. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un thyrse.
Étymologie: θύρσος, φέρω.

Greek Monolingual

θυρσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος, τροπαιο-φόρος.

Greek Monotonic

θυρσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοφόρος: несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

θυρσο-φόρος, ον φέρω
thyrsus-bearing, Eur., Anth.