θυελλοτόκος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ον, A producing storms, ib.28.277.
German (Pape)
[Seite 1221] Sturmwind erzeugend, θάλασσα Nonn. D. 28, 277.
Greek (Liddell-Scott)
θυελλοτόκος: -ον, παράγων θυέλλας, Νόνν. Δ. 28. 277.
Greek Monolingual
θυελλοτόκος, -ον, (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που παράγει θύελλες, αυτός που προκαλεί θύελλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. διδυμο-τόκος, κυμο-τόκος.