κάνα

From LSJ
Revision as of 10:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

η
ναυτ.
μέτρο μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («κάνα λονδρέζικη» — ένα αγγλικό πόδι
«κάνα μαλτέζικη» — επτά αγγλικά πόδια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canne < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].