καμψόδυνος

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

German (Pape)

[Seite 1319] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. δακτυλοκαμψόδυνος.

Greek Monolingual

καμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ- του κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το οδύνη (πρβλ. επ-ώδυνος, μεγαλ-ώδυνος)].