καπνάς
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια του καπνού
2. εργάτης που ασχολείται με την κατεργασία φύλλων καπνού, ο καπνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -άς (πρβλ. τζαμ-άς, ψωμ-άς)].
ο
1. αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια του καπνού
2. εργάτης που ασχολείται με την κατεργασία φύλλων καπνού, ο καπνεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -άς (πρβλ. τζαμ-άς, ψωμ-άς)].