οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: καρρόθεν | Medium diacritics: καρρόθεν | Low diacritics: καρρόθεν | Capitals: ΚΑΡΡΟΘΕΝ |
Transliteration A: karróthen | Transliteration B: karrothen | Transliteration C: karrothen | Beta Code: karro/qen |
Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.
καρρόθεν (Α)
επίρρ. από κάτι καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός του καλῶς) + κατάλ. -θεν (πρβλ. θεμελιό-θεν, ουρανό-θεν)].