καρκινολυτικός

From LSJ
Revision as of 13:14, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο
ιατρ.
(για ουσία ή φάρμακο ή άλλο παράγοντα) αυτὸς που προκαλεί καταστροφή τών καρκινικών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinolytic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -lyt-ic (πρβλ. -λυτ-ικός < -λυσις < λύσις)].