μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
-ή, -ο
ιατρ.
(για ουσία ή φάρμακο ή άλλο παράγοντα) αυτὸς που προκαλεί καταστροφή τών καρκινικών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinolytic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -lyt-ic (πρβλ. -λυτ-ικός < -λυσις < λύσις)].