καρκινολυτικός

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

-ή, -ο
ιατρ.
(για ουσία ή φάρμακο ή άλλο παράγοντα) αυτὸς που προκαλεί καταστροφή τών καρκινικών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinolytic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -lyt-ic (πρβλ. -λυτ-ικός < -λυσις < λύσις)].