κελάρυξις
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
εως, ἡ, A rushing sound, as of water, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1414] ἡ, das Rauschen, Brausen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κελάρυξις: -εως, ἡ, τὸ κελαρύζειν, ἦχος ὡς ὁ τοῦ ἀναβλύζοντος ὕδατος, «ἰδίωμα ψόφου» Ἡσύχ.·- οὕτω κελάρυσμα, τό, Ὀππ. Κυν. 4. 325· κελαρυσμός, ὁ, Κλήμ. Ἀλ. 185.
Greek Monolingual
κελάρυξις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) το κελάρυσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαρύζω (πρβλ. μέλλ. κελαρύξ-εται, αόρ. κελάρυξ-ε)].