καλλοποιός
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
όν, A producing beauty, ἄνθος κάλλους κ. Plot.6.7.32, cf. Procl.in Ti.1.269 D., in Prm.p.543 S.; cf. καλοποιός.
German (Pape)
[Seite 1311] Schönheit schaffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλοποιός: ὁ, ἡ, παράγων κάλλος, Πλωτῖνος σ. 1323 Creuz.· καὶ δι’ ἑνὸς λ, «τοιοῦτον δὲ ὂν (τὸ δίκαιον μέτρον) καλοποιόν ἐστι τῆς ψυχῆς» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. τ. 1, σ. 327.
Greek Monolingual
καλλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που καθιστά κάτι ωραίο, αυτός που προσδίδει κάλλος σε κάτι
2. (για τον θεό) ο δημιουργός του κάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο-ποιός, ζωο-ποιός.