κισσόπληκτος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

German (Pape)

[Seite 1442] mit Epheu oder mit den Thyrsusstäben geschlagen, die mit Epheu umwunden waren, d. i. in bacchische Begeisterung gesetzt; μέλη κισσόπληκτα heißen bei Antiphan. Ath. XIV, 643 e die Lieder der Dithyrambendichter.

Greek Monolingual

κισσόπληκτος (Α)
φρ. «μέλεα κισσόπληκτα» — μέλη χτυπημένα από κισσό, από τον θύρσο, από βακχική μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. ηλό-πληκτος, κεραυνό-πληκτος].