κισσόπληκτος

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1442] mit Epheu oder mit den Thyrsusstäben geschlagen, die mit Epheu umwunden waren, d. i. in bacchische Begeisterung gesetzt; μέλη κισσόπληκτα heißen bei Antiphan. Ath. XIV, 643 e die Lieder der Dithyrambendichter.

Greek Monolingual

κισσόπληκτος (Α)
φρ. «μέλεα κισσόπληκτα» — μέλη χτυπημένα από κισσό, από τον θύρσο, από βακχική μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. ηλόπληκτος, κεραυνόπληκτος].