κινητοποιώ
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
1. θέτω κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
2. θέτω επί ποδός, κάνω κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)
3. επιστρατεύω ή μετακινώ σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. κοινωνικο-ποιώ, τέλειο-ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].