κλεψίρρυτος

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίρρῠτος Medium diacritics: κλεψίρρυτος Low diacritics: κλεψίρρυτος Capitals: ΚΛΕΨΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: klepsírrytos Transliteration B: klepsirrytos Transliteration C: klepsirrytos Beta Code: kleyi/rrutos

English (LSJ)

ον, A secretly flowing, name of a stream at Athens, which flowed some distance under ground, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίρρῠτος: -ον, ὁ λάθρα ρέων, ὄνομα ῥύακος ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐφ’ ἱκανὸν διάστημα ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κλεψίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει κρυφά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος
ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελί-ρρυτος, ποταμό-ρρυτος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].